- νομεῖς
- νομεύςherdsmanmasc acc plνομεύςherdsmanmasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
δίκροος — δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, α, ον και δίκρους, ουν και δίκρος, α, ον) (για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός νεοελλ. 1. φρ. «δίκροοι νομείς» οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την… … Dictionary of Greek
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek
Theocritus — Theokritos (um 270 v. Chr.) war als griechischer Dichter Schöpfer und Hauptvertreter der bukolischen Poesie der Griechen. Er wurde in Syrakus oder Kós geboren und lebte in Alexandria, Kos und Syrakus. Unter seinem Namen sind außer einer Anzahl… … Deutsch Wikipedia
Theokrit — Theokritos (um 270 v. Chr.) war als griechischer Dichter Schöpfer und Hauptvertreter der bukolischen Poesie der Griechen. Er wurde in Syrakus oder Kós geboren und lebte in Alexandria, Kos und Syrakus. Unter seinem Namen sind außer einer Anzahl… … Deutsch Wikipedia
Theokritos — (um 270 v. Chr.) war als griechischer Dichter Schöpfer und Hauptvertreter der bukolischen Poesie der Griechen. Er wurde in Syrakus oder Kós geboren und lebte in Alexandria, Kos und Syrakus. Inhaltsverzeichnis 1 Die Gedichte 1.1 Die Titel der… … Deutsch Wikipedia
пастырь — ПАСТЫР|Ь (101), Ѧ с. 1.Пастух: ѹподобишисѧ възискавъшюѹмѹ на горахъ заблѹжьшааго овьчате пастырю (ποιμένος) КЕ XII, 39б; Мч҃къ созонтъ бѣ ѿ страны люки˫а. пастырь ѡвьции бѣ. ПрЛ 1282, 5в; пастырь бо добрыи д҃шю свою полагаеть за ѡвцѧ. КР 1284,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εγκοίλιος — ο (AM ἐγκοίλιος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια (για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς τού πλοίου, οι πλευρές, νομείς αρχ. εντόσθια … Dictionary of Greek
εντερόνεια — η (Α ἐντερόνεια) 1. η εντεριώνη 2. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, τα μαδέρια ή τα χαλύβδινα ελάσματα που είναι προσηλωμένα καθέτως προς τους νομείς από την εσωτερική πλευρά … Dictionary of Greek
ζυγοδόκη — η ναυτ. εσωτερική ζώστρα τού πλοίου η οποία συνδέει τους νομείς και υποστηρίζει τα ζυγά, κν. κάτω κουρζέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + δοκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο δόκη, οπλο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek